- ἐπιφυῇ
- ἐπιφύωmake to growaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… … Dictionary of Greek
επιφυής — ές 1. αυτός που φύεται μετά ή πάνω στην επιφάνεια άλλου 2. βοτ. αυτός που φύεται απευθείας πάνω στο στέλεχος τού φυτού, ο άμισχος («φύλλα ή άνθη επιφυή») 3. ιατρ. (για όγκο ή σάρκωμα) αυτός που εκβλαστάνει από τη σάρκα και προσφύεται πάνω στο… … Dictionary of Greek
κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… … Dictionary of Greek
ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… … Dictionary of Greek
πελαργόνι — (πελαργόνιο το μεγανθές). Καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των γερανιιδών (δικοτυλήδονα). Έχει βλαστό ποώδη, ελαφρά αποξυλωμένο στη βάση. Τα φύλλα του είναι οδοντωτά, μακρόμισχα, τα άνθη επιφυή, λευκορόδινα, διατεταγμένα κατά επάκριους κορύμβους … Dictionary of Greek
ποδοστημονίδες — (Podostemonaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων απέταλων φυτών της τάξης των ποδοστημονωδών. Οι π. που είναι η μοναδική οικογένεια της τάξης αυτής, είναι φυτά ποώδη, με υποτυπώδη βλαστό και ρίζες ανεπτυγμένες, οι οποίες συγκρατούνται στους… … Dictionary of Greek
πορτουλακίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών με επιφυή ωοθήκη και επάλληλα φύλλα που ανήκει στην τάξη καρυοφυλλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. portulacaceae < portulaca (βλ. λ. πορτουλάκα)] … Dictionary of Greek
ροιαδώδης — ες, Ν το ουδ. ως ουσ. τα ροιαδώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που έχουν ως χαρακτηριστικά την κυρτή ανθοδόχη, τα χωριστά πέταλα και την επιφυή ωοθήκη με πλευρική πρόσφυση τών σπερματικών βλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek